- μνήμαν
- μνήμᾱν , μνήμηremembrancefem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μνήμαν — Μνήμᾱν , Μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμα — το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα) οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ έβγαλε σ ένα ρημοκλησσάκι, που ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι… … Dictionary of Greek